- κασάλβιον
- κᾰσάλβ-ιον, τό,A v.l. for κασώριον in Id.Eq.1285 (ap.Sch.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κασάλβιον — κασάλβιον, τὸ (Α) δ. γρφ τού κασαύριον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασαλβάς, + επίθημα ιον] … Dictionary of Greek
κασαλβίοις — κασάλβιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κασαλβίοισι — κασάλβιον neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)